Η τραχηλίτιδα είναι η οξεία ή χρόνια φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας. Πρόκειται για συχνή γυναικολογική πάθηση, καθώς οι μισές γυναίκες στη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους θα παρουσιάσουν τη νόσο.
Οι οξείες τραχηλίτιδες σπάνια οφείλονται σε άμεση φλεγμονή του τραχήλου και συχνότερα αποτελούν επέκταση φλεγμονών του κόλπου, της ουρήθρας ή της ουροδόχου κύστης.
Η τραχηλίτιδα μπορεί:
- Να είναι άσηπτη, δηλαδή, να υπάρχει πράγματι μία φλεγμονή στον τράχηλο, η οποία όμως να μην οφείλεται σε συγκεκριμένο μικρόβιο ή ιό.
- Να οφείλεται σε διάφορα μικρόβια.
- Να οφείλεται σε ιούς.
- Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι δυνατόν να παρουσιαστεί υπό μορφή φλεγμονής.
Συγκεκριμένα, σε μεγάλο ποσοστό οι τραχηλίτιδες, ειδικά στις γυναίκες νεαρής ηλικίας, μπορεί να οφείλονται σε χρόνιο ερεθισμό του τραχήλου της μήτρας από τη σεξουαλική επαφή, και στο εκτρόπιο (κατάσταση στην οποία παρατηρείται προβολή του εσωτερικού τμήματος του τραχήλου προς τα έξω) που υπάρχει φυσιολογικά στις γυναίκες αυτής της ηλικίας.
Οι τοκετοί, οι εκτρώσεις, οι διαστολές του τραχήλου της μήτρας, οι διαγνωστικές και κλασματικές αποξέσεις ή οι τοποθετήσεις ραδιενεργών υλικών για τοπική θεραπεία σε περιπτώσεις καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία φλεγμονών. Επίσης η λέπτυνση του τραχήλου της μήτρας, που οφείλεται σε ατροφία λόγω εμμηνόπαυσης, ενδέχεται να προδιαθέσει σε ανάπτυξη φλεγμονής.
Παράλληλα, υπάρχουν αρκετά μικρόβια τα οποία προκαλούν οξείες τραχηλίτιδες. Ο γονόκοκκος είναι ένα μικρόβιο που σπανίως δημιουργεί τραχηλίτιδα. Τελευταία όλο και πιο συχνά τα χλαμύδια αναγνωρίζονται ως αίτιο πρόκλησης οξείας φλεγμονής. Στη σημερινή εποχή, που οι γυναίκες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τα αντισυλληπτικά δισκία, η Candida είναι η πιο συχνή αιτία οξείας τραχηλίτιδας και ακολουθούν οι τριχομονάδες και η Gardnerella vaginalis, η οποία παλαιότερα αναφερόταν ως αιμόφιλος του κόλπου.
Οι ιoί είναι επίσης πιθανόν να προκαλέσουν τραχηλίτιδα. Ο ιός του απλού έρπητα -σχεδόν πάντα ο τύπος ΙΙ- (έρπητας των γεννητικών οργάνων ή Ηerpes simplex type II) και ο ιός των επιπέδων κονδυλωμάτων (HPV) μπορεί να ευθύνονται για την ανάπτυξη φλεγμονής στον τράχηλο.
Στις χρόνιες τραχηλίτιδες μικροοργανισμοί από αυτούς που θεωρούνται μη ειδικού τύπου, π.χ., ο σταφυλόκοκκος και ο στρεπτόκοκκος, μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονή. Κάποιου βαθμού χρόνια τραχηλίτιδα υπάρχει σε πολύ υψηλό ποσοστό στις γυναίκες που έχουν γεννήσει. Αλλοι πιθανοί παράγοντες είναι: το ενδομήτριο σπείραμα (I.U.D.), η μη καλή υγιεινή της περιοχής των γεννητικών οργάνων, η έλλειψη βιταμινών και η παρουσία ξένων σωμάτων, όπως είναι οι πεσσοί.
Ποια είναι τα συμπτώματα της τραχηλίτιδας;
Το κυρίαρχο σύμπτωμα είναι η βλεννοπυώδης έκκριση που εξέρχεται από το έξω τραχηλικό στόμιο. Επίσης, δυνατόν να εμφανιστεί μικρή αιμορραγία ύστερα από επαφή, κατά τη γυναικολογική εξέταση με το μητροσκόπιο ή κατά τη λήψη τεστ Παπ. Η έκκριση δεν εξέρχεται συνήθως έξω από τη σχισμή του αιδοίου και γι΄ αυτό οι ασθενείς δεν παραπονούνται για κολπική υπερέκκριση, δυσοσμία, καύσο ή κνησμό. Κάποιες φορές ίσως υπάρχει ήπιο άλγος υπογαστρίου με ή χωρίς αντανάκλαση στην οσφύ (κοινώς στη μέση).
Οι οξείες τραχηλίτιδες μπορεί να προκαλέσουν υπογονιμότητα, αφού οι εκκρίσεις του τραχήλου της μήτρας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τοξικές για το σπέρμα.
Οι τραχηλίτιδες που οφείλονται σε γονόκοκκο (γονορροϊκής αιτιολογίας) ενδέχεται να συνοδεύονται από ουρηθρίτιδες και να έχουν ως επακόλουθο την εμφάνιση συχνουρίας, δυσουρίας κ.λπ. Η ανιούσα γονορροϊκή τραχηλίτιδα μπορεί να επεκταθεί στις σάλπιγγες και να προκαλέσει οξεία περιτονίτιδα. Η πιθανότητα εμφάνισης συνοδού οξείας φλεγμονής των παραμητρίων (δηλ. των ιστών που περιβάλλουν την μήτρα) δυνατόν να οδηγήσει σε δυσπαρευνία, δηλαδή πόνο στην σεξουαλική επαφή. Συχνά μαζί με τον ενδοτράχηλο προσβάλλεται και το ενδομήτριο με επακόλουθο την αποβολή σε περίπτωση εγκυμοσύνης.
Ποια είναι η θεραπεία των τραχηλίτιδων;
Η επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας, τη βαρύτητα της φλεγμονής, από το αν έχει προηγηθεί άλλη θεραπεία, από τη συνύπαρξη ή όχι κάποιας άλλης φλεγμονής και από την επιθυμία της για τεκνοποίηση.
- Οξεία τραχηλίτιδα: Όταν η οξεία τραχηλίτιδα συνοδεύεται από κολπίτιδα που οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο μικροοργανισμό, η θεραπεία θα πρέπει να στοχεύει στην καταπολέμηση του συγκεκριμένου μικροοργανισμού. Για το λόγο αυτό συνιστάται η καλλιέργεια κολπικού και τραχηλικού υγρού. Όταν το παθογόνο αίτιο είναι η τριχομονάδα, θα πρέπει να χορηγείται μετρονιδαζόλη ή ορνιδαζόλη. Όταν υπάρχει Candida, χορηγείται αντιμυκητιασική αγωγή είτε από το στόμα είτε από τον κόλπο είτε και από τις δύο οδούς. Τα χλαμύδια θεραπεύονται με τετρακυκλίνη ή ερυθρομυκίνη. Ο αιμόφιλος του κόλπου ή Gardnerella vaginalis θεραπεύεται με τετρακυκλίνη ή αμπικελλίνη.
- Χρόνια τραχηλίτιδα: Η θεραπεία της μπορεί να είναι συντηρητική ή επεμβατική. Η χρόνια τραχηλίτιδα θα πρέπει να θεραπεύεται ακόμα και αν είναι ασυμπτωματική.
Συντηρητική αντιμετώπιση
Θα πρέπει να συστήνονται καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα σε κάθε περίπτωση που υπάρχει χρόνια πυώδης έκκριση από τον τράχηλο. Συνήθως, προτιμάται η χορήγηση αντιβιοτικών από το στόμα και όχι η τοπική εφαρμογή φαρμάκων στον κόλπο, διότι οι εν τω βάθει φλεγμονές του ενδοτραχήλου δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς με τοπική θεραπεία. Εάν έπειτα από προσπάθεια δύο, τριών μηνών δεν υπάρξει βελτίωση, συνίσταται χειρουργική θεραπεία. Αρκετές φορές, οι γυναίκες χρησιμοποιούν από μόνες τους κολπικά υπόθετα ιωδιούχος ποβιδόνη ή κάνουν κολπικές πλύσεις με ιωδιούχο ποβιδόνη. Όμως με αυτό τον τρόπο καταστρέφεται η ισορροπία των μικροοργανισμών στον κόλπο και αναπτύσσονται χημικές κολπίτιδες. Επομένως, η τοπική χρήση του ιωδιούχου ποβιδόνη θα πρέπει να γίνεται μόνο ύστερα από υπόδειξη του θεράποντος γιατρού.
Χειρουργική αντιμετώπιση
Η κρυοπηξία χρησιμοποιείται πολύ συχνά ακόμα και σήμερα. Με τη μέθοδο αυτήν καταστρέφεται η περιοχή του ιστού που παρουσιάζει φλεγμονή. Η μέθοδος έχει αρκετά πλεονεκτήματα, όπως εύκολη εφαρμογή, έλλειψη αιμορραγίας, αποφυγή τραχηλικής στένωσης, πολύ καλή ανοχή από την ασθενή και δεν χρειάζεται αναισθησία.
Το μόνο μειονέκτημα είναι η υπερπαραγωγή τραχηλικής βλέννας για δύο με τρεις εβδομάδες. Πλήρης ίαση επιτυγχάνεται ύστερα από έξι εβδομάδες περίπου. Σε περίπτωση που υπάρχουν επανειλημμένα υποτροπιάζουσες τραχηλίτιδες θα πρέπει να γίνεται κολποσκοπική εκτίμηση του τραχήλου της μήτρας και του κόλπου.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ηλεκτροκαυτηρίαση και η κρυοπηξία θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο εφόσον είμαστε σίγουροι ότι δεν υποκρύπτεται κάποια κακοήθεια στον τράχηλο. Σε περίπτωση που υπάρχει υποψία για πιθανή κακοήθεια, κάθε καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα, καθώς χάνεται πολύτιμο χρονικό διάστημα για τη διάγνωση της νόσου και επιταχύνεται η εξάπλωσή της.
Σε περίπτωση αποτυχίας των ανωτέρω αναφερόμενων μεθόδων, είναι δυνατόν να καταφύγει κανείς σε κωνοειδή εκτομή του τραχήλου της μήτρας ή σε ακρωτηριασμό. Σήμερα, οι μέθοδοι αυτοί δεν χρησιμοποιούνται συχνά και έχουν αντικατασταθεί από τα laser. Σε εξειδικευμένα κέντρα και στα χέρια καλά καταρτισμένων γιατρών, τα laser είναι πολύτιμο εργαλείο αντιμετώπισης των φλεγμονών του τραχήλου της μήτρας, ειδικά όταν αποτυγχάνουν οι άλλες μέθοδοι. Τα μειονεκτήματά τους είναι ότι κοστίζουν και ότι απαιτείται να χρησιμοποιούνται από καλά εκπαιδευμένους ιατρούς. Το τελευταίο ίσως είναι ταυτόχρονα και το σημαντικότερο πλεονέκτημά τους. Επιπλοκές όπως οι αιμορραγίες, οι ουλές, οι συμφύσεις και οι στενώσεις του τραχήλου δεν παρατηρούνται, όταν τηρούνται οι ανωτέρω αναγραφόμενες προϋποθέσεις.